ὑποκατακλίνομαι

ὑποκατακλίνομαι
ὑποκατακλί̱νομαι , ὑποκατακλίνομαι
aor subj mid 1st sg (epic)
ὑποκατακλί̱νομαι , ὑποκατακλίνομαι
pres ind mp 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ὑποκατακεκλίσθαι — ὑποκατακλίνομαι perf inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποκατακλίνεσθε — ὑποκατακλί̱νεσθε , ὑποκατακλίνομαι pres imperat mp 2nd pl ὑποκατακλί̱νεσθε , ὑποκατακλίνομαι pres ind mp 2nd pl ὑποκατακλί̱νεσθε , ὑποκατακλίνομαι imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποκατακλίνουσι — ὑποκατακλί̱νουσι , ὑποκατακλίνομαι aor subj act 3rd pl (epic) ὑποκατακλί̱νουσι , ὑποκατακλίνομαι pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ὑποκατακλί̱νουσι , ὑποκατακλίνομαι pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποκατακλιθέντα — ὑποκατακλῐθέντα , ὑποκατακλίνομαι aor part pass neut nom/voc/acc pl ὑποκατακλῐθέντα , ὑποκατακλίνομαι aor part pass masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποκατακλινομένων — ὑποκατακλῑνομένων , ὑποκατακλίνομαι pres part mp fem gen pl ὑποκατακλῑνομένων , ὑποκατακλίνομαι pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποκατακλινόμενον — ὑποκατακλῑνόμενον , ὑποκατακλίνομαι pres part mp masc acc sg ὑποκατακλῑνόμενον , ὑποκατακλίνομαι pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποκατακλινόντων — ὑποκατακλῑνόντων , ὑποκατακλίνομαι pres part act masc/neut gen pl ὑποκατακλῑνόντων , ὑποκατακλίνομαι pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποκατακλινώμεθα — ὑποκατακλῑνώμεθα , ὑποκατακλίνομαι aor subj mid 1st pl ὑποκατακλῑνώμεθα , ὑποκατακλίνομαι pres subj mp 1st pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποκατακλίνεται — ὑποκατακλί̱νεται , ὑποκατακλίνομαι aor subj mid 3rd sg (epic) ὑποκατακλί̱νεται , ὑποκατακλίνομαι pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποκατακλίνοντα — ὑποκατακλί̱νοντα , ὑποκατακλίνομαι pres part act neut nom/voc/acc pl ὑποκατακλί̱νοντα , ὑποκατακλίνομαι pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”